πεδάγρετος

πεδάγρετος
πεδάγρετος, ον, [dialect] Aeol. for *μετάγρετος ([etym.] ἀγρέω), in neut. sg., glossed μεταμέλητον, μεταληπτόν, ποικίλον, μεταδίωκτον, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεδάγρετος — ον, Α (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνελήφθη κατά τη φυγή του μετά από καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + άγρετος (< ἀγρῶ «πιάνω, συλλαμβάνω»), πρβλ. παλιν άγρετος] …   Dictionary of Greek

  • πεδάγρετον — πεδάγρετος masc/fem acc sg πεδάγρετος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”